- λάκαφθον
- λάκαφθον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάκαφθον — λάκαφθον, τὸ (Μ) αρωματικός φλοιός δένδρου που χρησίμευε για την παρασκευή τού αιγυπτιακού κύφι … Dictionary of Greek
νάρκαφθον — και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α) ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον τού Διοσκορίδη … Dictionary of Greek